- οψιτόκος
- ὀψιτόκος, ἡ (Α)αυτή που γεννάει σε μεγάλη ηλικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + -τόκος (< τόκος < τίκτω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… … Dictionary of Greek
οψιτοκία — ὀψιτοκία, ἡ (Μ) [οψιτόκος] τοκετός σε προχωρημένη ηλικία … Dictionary of Greek